Είναι γεγονός πως τις τελευταίες δεκαετίες η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αποκτήσει σημαντικές αρμοδιότητες και διαχειρίζεται πολλά τοπικά ζητήματα. Όσο, όμως, αυτό είναι μια αλήθεια, το ίδιο αληθινό είναι πως απέχει πολύ από το να αποτελεί μια σύγχρονη τοπική εξουσία. Αυτό συμβαίνει, γιατί κατά κανόνα οι αρμοδιότητες που της δόθηκαν δεν συνοδεύτηκαν με επαρκείς οικονομικούς πόρους, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει ο σφιχτός κρατικός εναγκαλισμός. Η χώρα μας τελικά δεν κατάφερε να λύσει το θέμα της Αυτοδιοίκησης, κρατά αδύναμο τον δεύτερο βαθμό της, ενώ με τον διορισμένο Περιφερειάρχη επιβάλλεται εκ των πραγμάτων η κυριαρχία της εκάστοτε κυβέρνησης.
Οι Δήμοι σήμερα.
Οι Δήμοι και οι Κοινότητες σήμερα αποτελούν κακέκτυπα της κεντρικής εξουσίας και από αυτή τη διαπίστωση δεν εξαιρούνται ούτε οι Νομαρχίες. Αυτό δεν είναι μόνο μια γενική αίσθηση, αλλά αποδεικνύεται από στοιχεία φορέων και ανεξάρτητων αρχών, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη.
Δύο είναι οι κύριες αιτίες αυτής της πραγματικότητας.
Η πρώτη σχετίζεται με το θεσμικό πλαίσιο. Η δεύτερη είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο διοικούνται οι Δήμοι, που λίγο ως πολύ είναι ο ίδιος σ’ όλη τη χώρα. Εκτός εξαιρέσεων, στους δημαρχιακούς θώκους και στα Δημοτικά Συμβούλια εκλέγονται άνθρωποι που είτε δεν μπορούν, είτε δεν θέλουν να συγκρουστούν με συμφέροντα ή παγιωμένες καταστάσεις, να αναδιοργανώσουν τη διοικητική μηχανή σε σύγχρονη βάση, να λειτουργήσουν με κανόνες και αρχές, να αναπτύξουν διεκδικήσεις κ.α. Η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμα χειρότερη από την εκτεταμένη διαφθορά και τον άκρατο κομματισμό.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι κοντά στον πολίτη και μπορεί να αντλεί δύναμη από την ενεργητικότητά του, με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζει τη συμμετοχή του και την υπεύθυνη δράση του. Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας έχει λαϊκές καταβολές και κατά καιρούς έχει αποτελέσει χώρο δημιουργίας και ταυτόχρονα χώρο εναντίωσης των πολιτών, ακόμα και «ασπίδα», σε αντιλαϊκά σχέδια. Αυτή όμως η πορεία πάει παράλληλα με την πελατειακή σχέση που οι διοικήσεις δημιουργούν με τη ρουσφετολογική συμπεριφορά τους, τον ημετερισμό και τις επιλεκτικές αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλος αριθμός δημοτών συσπειρώνεται, στον ένα ή στον άλλο συνδυασμό, στη βάση της ανταπόδοσης σε προσωπικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό τμήματα της κοινωνίας, αντί να είναι πηγή δύναμης και ώθησης προς τα μπρος, συχνά αποτελούν τροχοπέδη και συνένοχο στη διαιώνιση μιας κακής πραγματικότητας.
Κόμματα και Τοπική Αυτοδιοίκηση
Υπαίτιος, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, είναι ο κομματισμός, δηλαδή η τακτική των κομμάτων να χρίζουν υποψηφίους, να θεωρούν τις αυτοδιοικητικές εκλογές πρόβα generale για τις βουλευτικές, να ασκούν ασφυκτικό έλεγχο με τους μηχανισμούς τους στους ανθρώπους που τα εκπροσωπούν και να έχουν ως μέλημά τους πως η Ελλάδα θα γίνει πράσινη ή μπλε.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση οι πρωτοβουλίες των πολιτών να συγκροτήσουν ανεξάρτητα σχήματα είναι κορυφαίες υγιείς πράξεις στη σημερινή συγκυρία, που ταράζουν τα νερά, αμφισβητούν τα κακώς κείμενα και ανοίγουν ελπιδοφόρους δρόμους.
Βεβαίως, εύλογα έχει τεθεί στο παρελθόν και θα τίθεται συνεχώς το ερώτημα, που για πολλούς είναι και άποψη μαζί, ότι τα ανεξάρτητα σχήματα αντιστρατεύονται τον ρόλο των κομμάτων, ο οποίος είναι κατοχυρωμένος στο Σύνταγμα της χώρας. Αυτό δεν είναι αληθινό ή, τουλάχιστον, δεν μας αντιπροσωπεύει. Τα ανεξάρτητα σχήματα ενεργοποιούν τους πολίτες και φέρνουν στο προσκήνιο νέες δυνάμεις. Τα κόμματα, επομένως, πρέπει να στηρίζουν τέτοιες πρωτοβουλίες, γιατί συμβάλλουν στην ανανέωση του πολιτικού σκηνικού. Ο χώρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι χώρος σύνθεσης και αξιοκρατικής αξιοποίησης του δυναμικού κάθε πόλης και όχι χώρος κομματικής εκμετάλλευσης. Η κομματική ποδηγέτηση, άλλωστε, είναι μια από τις βασικές αιτίες της σημερινής κακοδαιμονίας. Η επιλογή του εκλεκτού κάθε κόμματος συχνά γίνεται με τη λογική του πειθαρχικού, του έτοιμου να ανταποκριθεί στα κομματικά κελεύσματα και όχι του άξιου, αυτού που μπορεί να συνεγείρει τους συμπολίτες του, να αξιοποιήσει το έμψυχο δυναμικό της πόλης του, να έχει ευρύτητα σκέψης και πνεύμα συνεργασίας με τις άλλες δυνάμεις κ.ά
Αυτό, λοιπόν, που αμφισβητούμε είναι ο ρόλος των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως αυτός πραγματώνεται σήμερα, με τη λογική των χρισμάτων και της ποδηγέτησης. Κομματικά στελέχη διοίκησαν τους Δήμους στη συντριπτική τους πλειοψηφία και έχουν μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κακή πραγματικότητα. Εάν, λοιπόν, εμείς δραστηριοποιούμαστε, είναι γιατί βλέπουμε ότι υπάρχουν προβλήματα, τα οποία δεν λύνονται και όχι για να αντιστρατευθούμε κάποιον. Κινητοποιούμαστε για τις πόλεις μας, για τον χώρο που ζούμε και μεγαλώνουν τα παιδιά μας, για να μπουν οι Δήμοι σε αναπτυξιακή τροχιά, να αξιοποιήσουν και να διευρύνουν τις δυνατότητές τους, ώστε να αντιμετωπίσουν και να λύσουν τα υπάρχοντα προβλήματα προς το συμφέρον των δημοτών. Για να γίνει κάτι τέτοιο πράξη και να μην είναι μόνον ευχές, σαφώς και πρέπει να συντελεστούν ριζικές αλλαγές νοοτροπίας και πρακτικών.
Ποια Αυτοδιοίκηση θέλουμε;
Άποψή μας είναι ότι πρέπει να γίνουν ριζικές τομές για να έχουμε το ζητούμενο αποτέλεσμα. Είναι απαραίτητος, δηλαδή, ένας νέος Καταστατικός Χάρτης Αυτοδιοίκησης, με επίκεντρο μια ισχυρή Τοπική Αυτοδιοίκηση που θα έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες και επαρκείς οικονομικούς πόρους, αλλά και την ευθύνη για τις τοπικές υποθέσεις, ενώ το κράτος θα «περιορίζεται» σ’ ένα επιτελικό ρόλο σχεδιασμού της «υψηλής πολιτικής». Με βάση τα παραπάνω, δύο πρέπει να είναι οι βαθμοί Αυτοδιοίκησης:
· Α’ Βαθμός Αυτοδιοίκησης (Δήμοι), που επιβάλλεται να ενισχυθούν με τόλμη ώστε να ενταχθούν στη νέα διοικητική δομή με πολλαπλές δυνατότητες, να λειτουργούν με διαφάνεια και αξιοκρατία, να διέπονται από μηχανισμούς ελέγχου, να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων και να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας. Βασικές προϋποθέσεις είναι η πλήρης διοικητική τους ανασυγκρότηση με προσαρμογή των Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας τους στα νέα δεδομένα.
Ο νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων
Ο νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων δίνει δυνατότητες στους ΟΤΑ και αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα σε θετική κατεύθυνση. Συνολικά, όμως, δεν βγάζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση από το σημερινό ασφυκτικό πλαίσιο. Έτσι, η συνεχής προσπάθεια για την αξιοποίησή του πρέπει να συνοδεύεται ταυτόχρονα με συγκεκριμένες ενέργειες που θα έχουν ως στόχο την επαναδιατύπωσή του στο πνεύμα που διαπνέει όλες τις θέσεις μας. Να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα κατάθεσης νόμων στη Βουλή των Ελλήνων από φορείς της Αυτοδιοίκησης για θέματά της.
Πολύ διεξοδικά πρέπει να μας απασχολήσουν η οντότητα των Δημοτικών Συμβουλίων, των Δημαρχιακών Επιτροπών, ο ρόλος των Δημάρχων και των Αντιδημάρχων. Η αποκατάσταση, αλλά και η αναβάθμιση του κύρους των οργάνων αυτών είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας και βασική προϋπόθεση για να κατακτήσει η Αυτοδιοίκηση τον ρόλο που της ανήκει.
Δημοτικό Συμβούλιο : Για να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής πρέπει να είναι το κέντρο του προβληματισμού, της διαλογικής συζήτησης και των αποφάσεων για όσα απασχολούν την κάθε πόλη και τους κατοίκους της. Ως το κεντρικό συλλογικό όργανο οφείλει να παράγει ωφέλιμο έργο και να μην είναι λέσχη ατέρμονων συζητήσεων, στείρων αντιπαραθέσεων ή και ύβρεων σε προσωπικό και κομματικό επίπεδο. Κάθε Δημοτικός Σύμβουλός, είτε ανήκει στην πλειοψηφία είτε στην μειοψηφία, έχει χρέος να λειτουργεί καλοπροαίρετα, συνθετικά και δημιουργικά για το κοινό καλό. Άλλωστε, μόνον έτσι πραγματώνει τον ρόλο του, δείχνει τις δυνατότητές του, αξιοποιεί τα προσόντα του και αναδεικνύει την προσωπικότητά του.
Δήμαρχος : Είναι θεσμικά κεντρικός κρίκος, με τον δικό του ουσιαστικό και ξεχωριστό ρόλο. Χρειάζεται να είναι αποφασιστικός, να λειτουργεί συναινετικά και να έχει τις απαραίτητες ικανότητες ώστε να ηγείται των προσπαθειών. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να είναι υπεράνω όλων, να γίνεται τροχοπέδη στις εξελίξεις ή και να επιβάλει την εξουσία του ενός στη βούληση της πλειοψηφίας. Στην κατεύθυνση αυτή θεωρούμε απαραίτητο να ανοίξουμε διάλογο για τον τρόπο της εκλογής του, αλλά και τις αρμοδιότητές του. Φρονούμε ότι η εκλογή του ίδιου προσώπου στο αξίωμα του Δημάρχου δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο τετραετίες. Ιδιαίτερα ο εκλογικός νόμος, που φαλκιδεύει τη βούληση των δημοτών και μετατρέπει τις μειοψηφίες, ακόμα και τις πολύ μικρές, σε κυρίαρχες πλειοψηφίες στο Δημοτικό Συμβούλιο, επιβάλλεται να είναι στο κέντρο της προσπάθειάς μας για αλλαγή στη βάση της απλής αναλογικής.
Αντιδήμαρχοι : Συνήθως εμπλέκονται σε ζητήματα ρουτίνας και υποκαθιστούν τα διοικητικά στελέχη, ακόμα και τους εργοδηγούς, με αποτέλεσμα να είναι, κατά κανόνα, αναποτελεσματικοί και ο ρόλος τους να περιορίζεται σε δευτερεύοντα ζητήματα. Αυτή η μορφή λειτουργίας των Αντιδημάρχων πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά. Στόχος είναι να αποκτήσουν επιτελικό ρόλο ώστε να μπορούν να προγραμματίζουν σε βάθος χρόνου, να αποτιμούν ολοκληρωμένα το παραγόμενο έργο και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα. Τα καθήκοντά τους, επομένως, επιβάλλεται να ορίζονται σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη πολιτική και τις ανάγκες υλοποίησης του προγράμματος της Δημοτικής Αρχής.
Δημαρχιακή Επιτροπή: Είναι ένα πολύ σημαντικό όργανο με αρμοδιότητες στη σύνταξη του προϋπολογισμού, στη διάθεση πιστώσεων, στους διαγωνισμούς, στις δημοπρασίες, στην εισήγηση για τη σύναψη δανείων κ.ά. Στην πράξη, όμως, λειτουργεί ως γραφειοκρατικός, διεκπεραιωτικός μηχανισμός. Η αναβάθμισή της είναι κρίσιμο ζήτημα, γι’ αυτό και εντάσσεται στις προτεραιότητές μας με την ψήφιση Κανονισμού Λειτουργίας, πρόβλεψη βοηθητικών επιτροπών στο έργο της, πιο ισχυρή εκπροσώπηση της αντιπολίτευσης (πρόταση για τον νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), διοικητική υποστήριξη.
· Β’ Βαθμός Αυτοδιοίκησης (Νομαρχίες – Περιφέρειες). Είναι ανάγκη να επανακαθοριστεί ο θεσμός της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που με τη σημερινή μορφή δεν ανταποκρίνεται στις διοικητικές ανάγκες της χώρας και σε συνδυασμό με τις Περιφέρειες να καθιερωθεί μια νέα ενιαία βαθμίδα με αιρετό Περιφερειάρχη. Στο πλαίσια αυτό οι σημερινές Υπερνομαρχίες πρέπει να καταργηθούν, ενώ η θεσμοθέτηση Μητροπολιτικών Δήμων μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο υπό την έννοια των συντονιστικών κέντρων και με την προϋπόθεση ότι δεν θα είναι ένας ακόμα γραφειοκρατικός μηχανισμός. Πιο συγκεκριμένα:
Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις: Εντάσσονται στις Περιφέρειες ως διοικητικά τμήματα ή διαμερίσματά τους με σκοπό να τις καταστήσουν αποτελεσματικές και λειτουργικές.
Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση: Προτείνεται ως ο Β’ βαθμός Αυτοδιοίκησης με εκλεγμένο Περιφερειάρχη και Περιφερειακά Συμβούλια, ουσιαστικές αρμοδιότητες και θεσμοθετημένη αυτοτέλεια στα ζητήματα αρμοδιότητάς τους, ενώ ο αριθμός τους να είναι από 15 έως 18. Για τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα κρατικές αρμοδιότητες ελέγχου να ισχύσει η αποκεντρωμένη μορφή της ευρύτερης Περιφέρειας σε μειωμένο αριθμό (π.χ. έξι) και με μετακλητό Γενικό Γραμματέα.
Μητροπολιτικοί Δήμοι: Ο ρόλος τους σε σχέση με τις Νομαρχίες και την Περιφέρεια πρέπει να είναι ξεκάθαρος, ιδιαίτερα σε Περιφέρειες όπως η Αττική, προκειμένου να υλοποιούν το συντονιστικό τους έργο χωρίς επικαλύψεις και σε όφελος της Αυτοδιοίκησης.
Καποδίστριας 2: Η κυβέρνηση προετοιμάζει τον λεγόμενο Καποδίστρια 2. Φαίνεται ότι προτίθεται να μειώσει τους 1031 Δήμους σε 400, τις Νομαρχίες από 56 σε 16 και τις Περιφέρειες από 13 σε 6 με διορισμένο Περιφερειάρχη.
Αν τώρα λάβουμε υπόψη:
α) ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αναλογία κατοίκων ανά Δήμο είναι 5.200 και στην Ελλάδα 10.200,
β) ότι ο Καποδίστριας 1, παρ’ ότι βοήθησε, δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί σε ικανό βάθος χρόνου,
γ) ότι στη χώρα μας υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες, όπως νησιωτική Ελλάδα, ιστορικά δεδομένα, πρόσφατο παρελθόν χιλιάδων Δήμων και Κοινοτήτων και κυρίως κρατικός εναγκαλισμός, έντονος κομματισμός.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως το βάρος δεν πρέπει να δοθεί στις συνενώσεις Δήμων, αλλά στην κάλυψη των αδυναμιών, στην ενίσχυσή τους, στη διοικητική τους ανασυγκρότηση, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού (διαρκής επιμόρφωση, κίνητρα κ.ά.), στην ανάπτυξη και οργάνωση των λειτουργιών τους κ.ά.
Βεβαίως, συνενώσεις μπορούν να γίνονται αρχικά σε εθελοντική βάση και σε δεύτερο στάδιο, αφού αποτιμηθούν τα αποτελέσματα του Καποδίστρια 1, να προχωρήσουν συνενώσεις όπου κρίνονται απαραίτητες με κριτήρια αναπτυξιακά, γεωγραφικά, πληθυσμιακά και κοινωνικής συνοχής.
Οικονομικοί Πόροι.
Στο πλαίσιο του νέου χάρτη Αυτοδιοίκησης είναι αναγκαία μια ουσιαστική αποκέντρωση του κράτους, κατοχυρωμένη συνταγματικά, με γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα δίνει φορολογική εξουσία και πόρους στους ΟΤΑ, αλλά και πραγματική δυνατότητα να τους διαχειρίζονται. Στην προοπτική μιας δυναμικής αναπτυξιακής πορείας της χώρας, αλλά και με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περιφερειακό σχεδιασμό, τούτο είναι πλέον απαραίτητο.
Με την κατάθεση του προϋπολογισμού έτους 2008 φαίνεται καθαρά για άλλη μια φορά ότι, δεν προωθείται κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση και δεν υλοποιείται η οικονομική ενίσχυση των ΟΤΑ που είχε υποσχεθεί ο Πρωθυπουργός, δεν επιστρέφονται οι παρακρατηθέντες πόροι, δεν καλύπτονται οι απαιτούμενες δαπάνες για τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί, περιορίζονται οι δυνατότητες παρέμβασης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε τομείς όπως ο πολιτισμός, ο αθλητισμός κ.ά.
Με βάση αυτά η παρέμβασή μας πρέπει να αποβλέπει σε άμεσες διεκδικήσεις και παράλληλα σε μια συνολική μεταρρύθμιση.
Άμεσες διεκδικήσεις:
1. Απόδοση παρακρατηθέντων πόρων, που υπολογίζονται τουλάχιστον σε 1,4 δις €.
2. Πλήρης κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη μεταφορά αρμοδιοτήτων παλαιάς και νέας γενιάς.
3. Επαναφορά των ΚΑΠ στο 20%, απόδοση του υπολοίπου 40% από τα τέλη κυκλοφορίας, ενίσχυση του προγράμματος ΘΗΣΕΑΣ κ.ά.
4. Δημιουργία «Πράσινου Ταμείου» για απαλλοτριώσεις κοινοχρήστων χώρων.
5. Δυναμική αξιοποίηση του Δ’ ΚΠΣ και όσο γίνεται μεγαλύτερη απορρόφηση κονδυλίων από το Γ’ ΚΠΣ
Συνολική μεταρρύθμιση.
Στόχος πρέπει να είναι μέσα στην επόμενη 15ετία να πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση ώστε η Αυτοδιοίκηση συνολικά (Α’ και Β’ βαθμού) να διαχειρίζεται τουλάχιστον το 50% του προϋπολογισμού ή το 15% του ΑΕΠ.
Προληπτικός έλεγχος.
Είναι γνωστά τα προβλήματα που δημιουργούνται με τον προληπτικό έλεγχο που ασκείται τα τελευταία τρία χρόνια από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε Δήμους πάνω από 5.000 κατοίκους. Λέμε «Ναι» στον προληπτικό έλεγχο, όχι όμως στη φαλκίδευση της λειτουργίας των ΟΤΑ. Είναι ανάγκη να βελτιωθεί το θεσμικό πλαίσιο ώστε να κατοχυρώνεται πλήρως η αυτοτέλεια των ΟΤΑ, ο έλεγχος να αφορά μόνο στη νομιμότητα της κάθε δαπάνης και να πραγματοποιείται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
1 σχόλιο
Comments RSS TrackBack Identifier URI
[…] Συνέντευξη Τύπου στα τοπικά ΜΜΕ και παρουσίαση Συμπερασμάτων Συνδιάσκεψης και Πολιτικών Δράσεων από τη Συντονιστική Επιτροπή Πρωτοβουλίας Συμμετέχετε στη συζήτηση θεσμικών προτάσεων εδώ […]